νοηματικός

νοηματικός
-ή, -ό (ΑΜ νοηματικός, -ή, -όν) [νόημα]
νεοελλ.
σχετικός με το νόημα
μσν.-αρχ.
νοήμων, λογικός.
επίρρ...
νοηματικῶς (Μ)
1. με νοηματικό τρόπο, νοητικά
2. κατά πνευματική, μυστική έννοια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νοηματικός — rational masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοηματικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο νόημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νοηματικῶν — νοηματικός rational fem gen pl νοηματικός rational masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοηματικόν — νοηματικός rational masc acc sg νοηματικός rational neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοηματικοί — νοηματικός rational masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοηματικοῦ — νοηματικός rational masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοηματικούς — νοηματικός rational masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοηματικῇ — νοηματικός rational fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοηματική — νοηματικός rational fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοηματικῶς — νοηματικός rational adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”